tempe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tempe | tempes |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- tempe < temple < δημώδης λατινική tempula < λατινική tempora, πληθυντικός αριθμός του tempus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtempe (fr) θηλυκό
- ο κρόταφος
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- tempe < ίσως από το templum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtempe (fr) θηλυκό