Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κροταφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κροταφικ
ός
η
κροταφικ
ή
το
κροταφικ
ό
γενική
του
κροταφικ
ού
της
κροταφικ
ής
του
κροταφικ
ού
αιτιατική
τον
κροταφικ
ό
την
κροταφικ
ή
το
κροταφικ
ό
κλητική
κροταφικ
έ
κροταφικ
ή
κροταφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κροταφικ
οί
οι
κροταφικ
ές
τα
κροταφικ
ά
γενική
των
κροταφικ
ών
των
κροταφικ
ών
των
κροταφικ
ών
αιτιατική
τους
κροταφικ
ούς
τις
κροταφικ
ές
τα
κροταφικ
ά
κλητική
κροταφικ
οί
κροταφικ
ές
κροταφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κροταφικός
<
κρόταφος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κροταφικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τον
κρόταφο
, βρίσκεται σ' αυτόν ή αναφέρεται σ' αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
κροταφικό οστό
→
δείτε
τη λέξη
κρόταφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κροταφικός
αγγλικά
:
temporal
(en)
ρωσικά
:
височный
(ru)
-->