Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
κροταφικό οστό (με πράσινο χρώμα

  Ετυμολογία επεξεργασία

κροταφικό οστό < κροταφικό + οστό

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κροταφικό οστό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία