compile-time
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
compile-time (en)
Επίθετο
επεξεργασία
compile-time (en)
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) κάτι που συμβαίνει κατά το στάδιο της μεταγλώττισης (π.χ. compile-time error)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
compile-time στην αγγλική Βικιπαίδεια