kill time
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαkill time (en)
- (ιδιωματισμός) για να περάσει η ώρα
- ⮡ She leafed through a magazine to kill time.
- Ξεφύλλιζε ένα περιοδικό για να περάσει η ώρα.
- ≈ συνώνυμα: pass the time
- ⮡ She leafed through a magazine to kill time.
Πηγές
επεξεργασία- hour (idioms): kill time - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ