by the time
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαby the time (en)
- (ιδιωματισμός) μέχρι να, όσο να
- ⮡ By the time I am twenty years old, I will have become a lawyer.
- Μέχρι να γίνω είκοσι χρονών, θα έχω γίνει δικηγόρος.
- ⮡ By the time you finish, I will have returned.
- Όσο να τελειώσεις εσύ, εγώ θα 'χω γυρίσει.
- ⮡ By the time I am twenty years old, I will have become a lawyer.
Πηγές
επεξεργασία- by the time - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 635. ISBN 9780194325684., λήμμα: όσο