time-wasting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtime-wasting (en) (μη μετρήσιμο, κακόσημο)
- το χασομέρι, η πράξη του να χάνω άσκοπα τον καιρό μου
- ↪ Stop the time-wasting and sit down and study!
- Άσε τα χασομέρια και κάθισε να διαβάσεις!
- ↪ Stop the time-wasting and sit down and study!