Ετυμολογία

επεξεργασία
χρονομετρώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chronométrer < chronomètre < αρχαία ελληνική χρόνος + μέτρον (χρονο- + -μετρώ) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾo.no.meˈtɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νο‐με‐τρώ
τονικό παρώνυμο: χρονόμετρο

χρονομετρώ, -είς, -εί..., αόρ.: χρονομέτρησα, παθ.φωνή: χρονομετρούμαι, π.αόρ.: χρονομετρήθηκα, μτχ.π.π.: χρονομετρημένος
χρονομετρώ/χρονομετράω, -άς, -άει..., αόρ.: χρονομέτρησα, παθ.φωνή: χρονομετριέμαι, π.αόρ.: χρονομετρήθηκα, μτχ.π.π.: χρονομετρημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλίση -ώ, -είς, -εί, -ούμαι [2] [3]

Κλίση -άω/ώ, -άς, -άει, -ιέμαι [2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χρονομετρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)