have a good time
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
have a good time (en)
- (ιδιωματισμός) περνάω κάλα
- ↪ The guests at the party had a good time.
- Οι καλεσμένοι στο γλέντι πέρασαν κάλα.
- ↪ The guests at the party had a good time.