ομαδικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομαδικότητα < ομαδικ(ός) + -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ma.ðiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μα‐δι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομαδικότητα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομαδικότητα
|