teamo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teamo | teamoj |
αιτιατική | teamon | teamojn |
teamo (eo)
- η ομάδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teamo | teamoj |
αιτιατική | teamon | teamojn |
teamo (eo)