grupo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grupo | grupoj |
αιτιατική | grupon | grupojn |
grupo (eo)
- η ομάδα, το γκρουπ, το συγκρότημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grupo | grupoj |
αιτιατική | grupon | grupojn |
grupo (eo)