Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινοβουλευτική ομάδα οι κοινοβουλευτικές ομάδες
      γενική της κοινοβουλευτικής ομάδας των κοινοβουλευτικών ομάδων
    αιτιατική την κοινοβουλευτική ομάδα τις κοινοβουλευτικές ομάδες
     κλητική κοινοβουλευτική ομάδα κοινοβουλευτικές ομάδες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινοβουλευτική ομάδα < → δείτε τις λέξεις κοινοβουλευτικός και ομάδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.no.vu.le.ftiˈci oˈma.ða/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κοινοβουλευτική ομάδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία