ομαδάρχης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ομαδάρχης | οι | ομαδάρχες |
γενική | του του/της |
ομαδάρχη ομαδάρχου |
των | ομαδαρχών |
αιτιατική | τον/την | ομαδάρχη | τους/τις | ομαδάρχες |
κλητική | ομαδάρχη (ομαδάρχα) |
ομαδάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ομαδάρχης αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ομαδάρχης
|