ομάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομάδι < μεσαιωνική ελληνική ὁμάδι(ν), υποκοριστικό του αρχαία ελληνική ὁμάς
Επίρρημα
επεξεργασίαομάδι
- (λογοτεχνικό) ομαδικά, ως μία ομάδα
- (λογοτεχνικό) μαζί
- αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, / ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν / σ' μιά κόρη κ' έναν άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι / σε μιά φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Α)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ομάδα