αμάλαγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμάλαγος | η | αμάλαγη | το | αμάλαγο |
γενική | του | αμάλαγου | της | αμάλαγης | του | αμάλαγου |
αιτιατική | τον | αμάλαγο | την | αμάλαγη | το | αμάλαγο |
κλητική | αμάλαγε | αμάλαγη | αμάλαγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμάλαγοι | οι | αμάλαγες | τα | αμάλαγα |
γενική | των | αμάλαγων | των | αμάλαγων | των | αμάλαγων |
αιτιατική | τους | αμάλαγους | τις | αμάλαγες | τα | αμάλαγα |
κλητική | αμάλαγοι | αμάλαγες | αμάλαγα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμάλαγος < μεσαιωνική ελληνική αμάλαγος < ἀ- + μαλάσσω
Επίθετο
επεξεργασίααμάλαγος
- που δεν έχει μαλαχτεί
- που δεν τον έχουν πειράξει, δεν τον έχουν ακουμπήσει
- που δεν του έχουν γίνει προσμίξεις με άλλα υλικά
- που δεν έχει βοσκηθεί
- που δεν υποχωρεί, δεν μεταπείθεται
- γνήσιος, αγνός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία 1.που δεν έχει μαλαχτεί
4.αβόσκητος
5.ανυποχώρητος