↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάλαχτος η αμάλαχτη το αμάλαχτο
      γενική του αμάλαχτου της αμάλαχτης του αμάλαχτου
    αιτιατική τον αμάλαχτο την αμάλαχτη το αμάλαχτο
     κλητική αμάλαχτε αμάλαχτη αμάλαχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάλαχτοι οι αμάλαχτες τα αμάλαχτα
      γενική των αμάλαχτων των αμάλαχτων των αμάλαχτων
    αιτιατική τους αμάλαχτους τις αμάλαχτες τα αμάλαχτα
     κλητική αμάλαχτοι αμάλαχτες αμάλαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμάλαχτος < (ελληνιστική κοινήἀμάλακτος < ἀ- + μαλάσσω

  Επίθετο

επεξεργασία

αμάλαχτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία