καθάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καθάριος | η | καθάρια | το | καθάριο |
γενική | του | καθάριου | της | καθάριας | του | καθάριου |
αιτιατική | τον | καθάριο | την | καθάρια | το | καθάριο |
κλητική | καθάριε | καθάρια | καθάριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καθάριοι | οι | καθάριες | τα | καθάρια |
γενική | των | καθάριων | των | καθάριων | των | καθάριων |
αιτιατική | τους | καθάριους | τις | καθάριες | τα | καθάρια |
κλητική | καθάριοι | καθάριες | καθάρια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθάριος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καθάριος με συνίζηση < αρχαία ελληνική καθάρειος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈθaɾ.ʝos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θά‐ριος}}
Επίθετο επεξεργασία
καθάριος, -α, -ο
- (δημοτική, λογοτεχνικό) καθαρός
- διαυγής, διάφανος
- (μεταφορικά) αγνός, ειλικρινής
- ↪ καθάριο βλέμμα
επεξεργασία
- καθάρια (επίρρημα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Καθάριος (επώνυμο)
επεξεργασία
- ↑ καθάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
κᾰθᾰριο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | καθάριος | τὸ | καθάριον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | καθαρίου | τοῦ | καθαρίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | καθαρίῳ | τῷ | καθαρίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | καθάριον | τὸ | καθάριον | ||
κλητική ὦ! | καθάριε | καθάριον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | καθάριοι | τὰ | καθάριᾰ | ||
γενική | τῶν | καθαρίων | τῶν | καθαρίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | καθαρίοις | τοῖς | καθαρίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | καθαρίους | τὰ | καθάριᾰ | ||
κλητική ὦ! | καθάριοι | καθάριᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθαρίω | τὼ | καθαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καθαρίοιν | τοῖν | καθαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
καθάριος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερος τύπος του καθάρειος: καθαρός
επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καθάριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.