Δείτε επίσης: Καθάριος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθάριος η καθάρια το καθάριο
      γενική του καθάριου της καθάριας του καθάριου
    αιτιατική τον καθάριο την καθάρια το καθάριο
     κλητική καθάριε καθάρια καθάριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθάριοι οι καθάριες τα καθάρια
      γενική των καθάριων των καθάριων των καθάριων
    αιτιατική τους καθάριους τις καθάριες τα καθάρια
     κλητική καθάριοι καθάριες καθάρια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθάριος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καθάριος με συνίζηση < αρχαία ελληνική καθάρειος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈθaɾ.ʝos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θά‐ριος}}

  Επίθετο

επεξεργασία

καθάριος, -α, -ο

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
κᾰθᾰριο-
ονομαστική / καθάριος τὸ καθάριον
      γενική τοῦ/τῆς καθαρίου τοῦ καθαρίου
      δοτική τῷ/τῇ καθαρί τῷ καθαρί
    αιτιατική τὸν/τὴν καθάριον τὸ καθάριον
     κλητική ! καθάριε καθάριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καθάριοι τὰ καθάρι
      γενική τῶν καθαρίων τῶν καθαρίων
      δοτική τοῖς/ταῖς καθαρίοις τοῖς καθαρίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καθαρίους τὰ καθάρι
     κλητική ! καθάριοι καθάρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθαρίω τὼ καθαρίω
      γεν-δοτ τοῖν καθαρίοιν τοῖν καθαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

καθάριος, -ος, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία