Δείτε επίσης: καθάριος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καθάρειος τὸ καθάρειον
      γενική τοῦ/τῆς καθαρείου τοῦ καθαρείου
      δοτική τῷ/τῇ καθαρεί τῷ καθαρεί
    αιτιατική τὸν/τὴν καθάρειον τὸ καθάρειον
     κλητική ! καθάρειε καθάρειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καθάρειοι τὰ καθάρει
      γενική τῶν καθαρείων τῶν καθαρείων
      δοτική τοῖς/ταῖς καθαρείοις τοῖς καθαρείοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καθαρείους τὰ καθάρει
     κλητική ! καθάρειοι καθάρει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθαρείω τὼ καθαρείω
      γεν-δοτ τοῖν καθαρείοιν τοῖν καθαρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

'καθάρειος ήδη στον 4ο αιώνα < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

καθάρειος, -ος-, -ον

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία