καθαριότης
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθαριότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καθαρειότης < καθάρει(ος), με ιωτακισμό < καθάριο(ς) + -της
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καθαριότης θηλυκό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «καθαριότης», «καθαρειότης» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.