κλωσόπουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλωσόπουλο < μεσαιωνική ελληνική κλωσσόπουλον < ελληνιστική κοινή κλώσσω + μεσαιωνική ελληνική πουλίον / πουλλίον < αρχαία ελληνική κλώζω + λατινική pullus
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλωσόπουλο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλωσόπουλο
|