μαυροπούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαυροπούλι | τα | μαυροπούλια |
γενική | του | μαυροπουλιού | των | μαυροπουλιών |
αιτιατική | το | μαυροπούλι | τα | μαυροπούλια |
κλητική | μαυροπούλι | μαυροπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαυροπούλι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαυροπούλι
|