Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθηλυκώνω < ξε- + θηλυκώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεθηλυκώνω

  • ανοίγω κάτι, συχνά ρούχο, βγάζοντας ένα κουμπί από το θηλύκι του, ή ανοίγοντας έναν παρόμοιο μηχανισμό
ξεθηλύκωσε το ρολόι του και το παρέδωσε στον ληστή
τον έπνιγε ο γιακάς του πουκαμίσου και τον ξεθηλύκωσε

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία