Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεθηλύκωτος η ξεθηλύκωτη το ξεθηλύκωτο
      γενική του ξεθηλύκωτου της ξεθηλύκωτης του ξεθηλύκωτου
    αιτιατική τον ξεθηλύκωτο την ξεθηλύκωτη το ξεθηλύκωτο
     κλητική ξεθηλύκωτε ξεθηλύκωτη ξεθηλύκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεθηλύκωτοι οι ξεθηλύκωτες τα ξεθηλύκωτα
      γενική των ξεθηλύκωτων των ξεθηλύκωτων των ξεθηλύκωτων
    αιτιατική τους ξεθηλύκωτους τις ξεθηλύκωτες τα ξεθηλύκωτα
     κλητική ξεθηλύκωτοι ξεθηλύκωτες ξεθηλύκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθηλύκωτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ξεθηλύκωτος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία