θηλυκωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηλυκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θηλυκώνω
Μετοχή επεξεργασία
θηλυκωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θηλυκώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
θηλυκωμένος
|
θηλυκωμένος, -η, -ο
|