Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηλυκωμένος η θηλυκωμένη το θηλυκωμένο
      γενική του θηλυκωμένου της θηλυκωμένης του θηλυκωμένου
    αιτιατική τον θηλυκωμένο τη θηλυκωμένη το θηλυκωμένο
     κλητική θηλυκωμένε θηλυκωμένη θηλυκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηλυκωμένοι οι θηλυκωμένες τα θηλυκωμένα
      γενική των θηλυκωμένων των θηλυκωμένων των θηλυκωμένων
    αιτιατική τους θηλυκωμένους τις θηλυκωμένες τα θηλυκωμένα
     κλητική θηλυκωμένοι θηλυκωμένες θηλυκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηλυκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θηλυκώνω

  Μετοχή επεξεργασία

θηλυκωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θηλυκώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία