εκθηλύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκθηλύνω < (ελληνιστική κοινή) ἐκθηλύνω < ἐκ + αρχαία ελληνική θηλύνω < θήλυς
Ρήμα
επεξεργασίαεκθηλύνω (παθητική φωνή: εκθηλύνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθηλύνω | εκθήλυνα | θα εκθηλύνω | να εκθηλύνω | εκθηλύνοντας | |
β' ενικ. | εκθηλύνεις | εκθήλυνες | θα εκθηλύνεις | να εκθηλύνεις | εκθήλυνε | |
γ' ενικ. | εκθηλύνει | εκθήλυνε | θα εκθηλύνει | να εκθηλύνει | ||
α' πληθ. | εκθηλύνουμε | εκθηλύναμε | θα εκθηλύνουμε | να εκθηλύνουμε | ||
β' πληθ. | εκθηλύνετε | εκθηλύνατε | θα εκθηλύνετε | να εκθηλύνετε | εκθηλύνετε | |
γ' πληθ. | εκθηλύνουν(ε) | εκθήλυναν εκθηλύναν(ε) |
θα εκθηλύνουν(ε) | να εκθηλύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθήλυνα | θα εκθηλύνω | να εκθηλύνω | εκθηλύνει | ||
β' ενικ. | εκθήλυνες | θα εκθηλύνεις | να εκθηλύνεις | εκθήλυνε | ||
γ' ενικ. | εκθήλυνε | θα εκθηλύνει | να εκθηλύνει | |||
α' πληθ. | εκθηλύναμε | θα εκθηλύνουμε | να εκθηλύνουμε | |||
β' πληθ. | εκθηλύνατε | θα εκθηλύνετε | να εκθηλύνετε | εκθηλύντε | ||
γ' πληθ. | εκθήλυναν εκθηλύναν(ε) |
θα εκθηλύνουν(ε) | να εκθηλύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκθηλύνει | είχα εκθηλύνει | θα έχω εκθηλύνει | να έχω εκθηλύνει | ||
β' ενικ. | έχεις εκθηλύνει | είχες εκθηλύνει | θα έχεις εκθηλύνει | να έχεις εκθηλύνει | ||
γ' ενικ. | έχει εκθηλύνει | είχε εκθηλύνει | θα έχει εκθηλύνει | να έχει εκθηλύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθηλύνει | είχαμε εκθηλύνει | θα έχουμε εκθηλύνει | να έχουμε εκθηλύνει | ||
β' πληθ. | έχετε εκθηλύνει | είχατε εκθηλύνει | θα έχετε εκθηλύνει | να έχετε εκθηλύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθηλύνει | είχαν εκθηλύνει | θα έχουν εκθηλύνει | να έχουν εκθηλύνει |
|