↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηλυγονία οι θηλυγονίες
      γενική της θηλυγονίας των θηλυγονιών
    αιτιατική τη θηλυγονία τις θηλυγονίες
     κλητική θηλυγονία θηλυγονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλυγονία < αρχαία ελληνική θηλυγονία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηλυγονία θηλυκό

  • (λόγιο) γέννηση θηλυκών απογόνων
    ※  Οι άλλοι Κομνηνοί στη Λακωνική και Κορσική προέρχονται από θηλυγονία και διέδιδαν επίτηδες ότι κατάγονταν από κάποιο γιο του Δαβίδ Β' Νικηφόρου που είναι άγνωστος στην ιστορία (Αρχείον Θράκης, τόμος 32-33, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1966, σελ. 375)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλυγονία < θῆλυς + -γονία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηλυγονία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία