θηλυτοκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θηλυτοκία < αρχαία ελληνική θηλυτοκία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθηλυτοκία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θηλυτοκία
|
θηλυτοκία θηλυκό
|