αρρενοτοκία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρρενοτοκία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρρενοτοκία < δείτε αρχαία ελληνική ἄρρην + -τοκία (< τίκτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρρενοτοκία θηλυκό
- (λόγιο) η αρρενογονία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρρενοτοκία
|