επιβιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιβιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιβιώνω
- θα επιβιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιβιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιβιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιβίωση