ενεστώτας comprise
γ΄ ενικό ενεστώτα comprises
αόριστος comprised
παθητική μετοχή comprised
ενεργητική μετοχή comprising

comprise (en)

κατάλληλες προθέσεις:

επεξεργασία

καμία πρόθεση

  • comprise/comprises και αμέσως χωρίς πρόθεση το ή τα ουσιαστικά/συστατικά

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη compose