Κύμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κύμᾰ | ||
γενική | τῆς | Κύμης | ||
δοτική | τῇ | Κύμῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Κύμᾰν | ||
κλητική ὦ! | Κύμᾰ | |||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κύμα < → δείτε τη λέξη Κύμη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚύμα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (πόλη) δωρικός τύπος του Κύμη
Πηγές
επεξεργασία- Κύμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.