Κύμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κύμη | οι | Κύμες |
γενική | της | Κύμης | — | |
αιτιατική | την | Κύμη | τις | Κύμες |
κλητική | Κύμη | Κύμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κύμη < αρχαία ελληνική Κύμη[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κύ‐μη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚύμη θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κύμη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κύμη | ||
γενική | τῆς | Κύμης | ||
δοτική | τῇ | Κύμῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Κύμην | ||
κλητική ὦ! | Κύμη | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κύμη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚύμη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- ονομασία πόλεων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κύμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.