Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κύμη οι Κύμες
      γενική της Κύμης
    αιτιατική την Κύμη τις Κύμες
     κλητική Κύμη Κύμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη της Κύμης

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κύμη < αρχαία ελληνική Κύμη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κύ‐μη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κύμη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κύμη
      γενική τῆς Κύμης
      δοτική τῇ Κύμ
    αιτιατική τὴν Κύμην
     κλητική ! Κύμη
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κύμη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κύμη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία