Κυμαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαΚυμαῖος, -α, -ον
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος πόλης με το όνομα Κύμη
- → δείτε και τη λέξη Κυμαίος
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κυμαῖος | οἱ | Κυμαῖοι |
γενική | τοῦ | Κυμαίου | τῶν | Κυμαίων |
δοτική | τῷ | Κυμαίῳ | τοῖς | Κυμαίοις |
αιτιατική | τὸν | Κυμαῖον | τοὺς | Κυμαίους |
κλητική ὦ! | Κυμαῖε | Κυμαῖοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κυμαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κυμαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κυμαῖος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Κυμαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Κυμαῖος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven