Δείτε επίσης: Κυμαίος, κυμαίος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυμαῖος < Κύμ(η) + -αῖος

  Επίθετο

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κυμαῖος Κυμαί τὸ Κυμαῖον
      γενική τοῦ Κυμαίου τῆς Κυμαίᾱς τοῦ Κυμαίου
      δοτική τῷ Κυμαί τῇ Κυμαί τῷ Κυμαί
    αιτιατική τὸν Κυμαῖον τὴν Κυμαίᾱν τὸ Κυμαῖον
     κλητική ! Κυμαῖε Κυμαί Κυμαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Κυμαῖοι αἱ Κυμαῖαι τὰ Κυμαῖ
      γενική τῶν Κυμαίων τῶν Κυμαίων τῶν Κυμαίων
      δοτική τοῖς Κυμαίοις ταῖς Κυμαίαις τοῖς Κυμαίοις
    αιτιατική τοὺς Κυμαίους τὰς Κυμαίᾱς τὰ Κυμαῖ
     κλητική ! Κυμαῖοι Κυμαῖαι Κυμαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Κυμαίω τὼ Κυμαί τὼ Κυμαίω
      γεν-δοτ τοῖν Κυμαίοιν τοῖν Κυμαίαιν τοῖν Κυμαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Κυμαῖος, -α, -ον

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κυμαῖος οἱ Κυμαῖοι
      γενική τοῦ Κυμαίου τῶν Κυμαίων
      δοτική τῷ Κυμαί τοῖς Κυμαίοις
    αιτιατική τὸν Κυμαῖον τοὺς Κυμαίους
     κλητική ! Κυμαῖε Κυμαῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κυμαίω
γεν-δοτ τοῖν  Κυμαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κυμαῖος αρσενικό