Κυμαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κυμαίος | οι | Κυμαίοι |
γενική | του | Κυμαίου | των | Κυμαίων |
αιτιατική | τον | Κυμαίο | τους | Κυμαίους |
κλητική | Κυμαίε | Κυμαίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυμαίος < αρχαία ελληνική Κυμαῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε Κύμ(η) + -αίος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈme.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐μαί‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυμαίος αρσενικό (θηλυκό Κυμαία)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Κύμη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κυμαίος
|