↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυματωγή αἱ κυματωγαί
      γενική τῆς κυματωγῆς τῶν κυματωγῶν
      δοτική τῇ κυματωγ ταῖς κυματωγαῖς
    αιτιατική τὴν κυματωγήν τὰς κυματωγᾱ́ς
     κλητική ! κυματωγή κυματωγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυματωγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κυματωγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυματωγή < κῦμα + ἄγνυμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυματωγή, -ῆς θηλυκό

  • εκεί όπου σπάει το κύμα, η ακτή, η παραλία
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 4 (Μελπομένη), 196.1
      λέγουσι δὲ καὶ τάδε Καρχηδόνιοι, εἶναι τῆς Λιβύης χῶρόν τε καὶ ἀνθρώπους ἔξω Ἡρακλέων στηλέων κατοικημένους, ἐς τοὺς ἐπεὰν ἀπίκωνται καὶ ἐξέλωνται τὰ φορτία, θέντες αὐτὰ ἐπεξῆς παρὰ τὴν κυματωγήν,
      Λένε επίσης οι Καρχηδόνιοι πως είναι ένας τόπος της Λιβύης και άνθρωποι που ζουν πιο πέρα από τις Ηράκλειες στήλες, όπου, όταν οι έμποροι φτάνουν και βγάζουν από το καράβι τις πραμάτειες τους, τις αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη στην ακρογιαλιά,
      Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 9 (Καλλιόπη), 100.1
      ὡς δὲ ἄρα παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, προσήισαν πρὸς τοὺς βαρβάρους. ἰοῦσι δέ σφι φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον πᾶν καὶ κηρυκήιον ἐφάνη ἐπὶ τῆς κυματωγῆς κείμενον·
      Κι όταν πήραν τέλος οι προετοιμασίες των Ελλήνων, επιτέθηκαν στους βαρβάρους. Κι ενώ βάδιζαν μπροστά, μια φήμη ήρθε φτερωτή και διαδόθηκε σ᾽ ολόκληρο το στρατόπεδο, και, εκεί που σπάνε τα κύματα, φάνηκε ριγμένο το ραβδί του Ερμή·
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία