ακυμάτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακυμάτιστος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του ακύμαντος
Συγγενικά επεξεργασία
- ακυμάτιστα
- → δείτε τη λέξη κύμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακυμάτιστος
|
ακυμάτιστος
|