ακύμαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακύμαντος < ελληνιστική κοινή ἀκύμαντος (2) < αρχαία ελληνική ἀκύμαντος < κῦμα
Επίθετο
επεξεργασία
ακύμαντος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν εμφανίζει κύματα
- ακύμαντη θάλασσα
- (μεταφορικά) ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος
- ακύμαντη συζυγική ζωή