Δείτε επίσης: ἀκύματος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακύματος η ακύματη το ακύματο
      γενική του ακύματου της ακύματης του ακύματου
    αιτιατική τον ακύματο την ακύματη το ακύματο
     κλητική ακύματε ακύματη ακύματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακύματοι οι ακύματες τα ακύματα
      γενική των ακύματων των ακύματων των ακύματων
    αιτιατική τους ακύματους τις ακύματες τα ακύματα
     κλητική ακύματοι ακύματες ακύματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακύματος < αρχαία ελληνική ἀκύματος

  Επίθετο επεξεργασία

ακύματος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κύμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία