Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  ωστικός (<ωθώ) και κύμα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ωστικό κύμα ουδέτερο

  • η υπό μορφή κύματος βίαιη μετατόπιση των μορίων του αέρα ως αποτέλεσμα μιας έκρηξης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία