↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκύμαντος η πολυκύμαντη το πολυκύμαντο
      γενική του πολυκύμαντου της πολυκύμαντης του πολυκύμαντου
    αιτιατική τον πολυκύμαντο την πολυκύμαντη το πολυκύμαντο
     κλητική πολυκύμαντε πολυκύμαντη πολυκύμαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκύμαντοι οι πολυκύμαντες τα πολυκύμαντα
      γενική των πολυκύμαντων των πολυκύμαντων των πολυκύμαντων
    αιτιατική τους πολυκύμαντους τις πολυκύμαντες τα πολυκύμαντα
     κλητική πολυκύμαντοι πολυκύμαντες πολυκύμαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυκύμαντος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυκύμαντος, -η, -ο

  1. που έχει πολλά κύματα
     συνώνυμα: τρικυμιώδης
     αντώνυμα: ακύμαντος
  2. (μεταφορικά) που κυμαίνεται πολύ, που μεταβάλλεται συχνά
     συνώνυμα: περιπετειώδης, πολυτάραχος, ταραχώδης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία