πολυκύμαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκύμαντος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολυκύμαντος, -η, -ο
- που έχει πολλά κύματα
- ≈ συνώνυμα: τρικυμιώδης
- ≠ αντώνυμα: ακύμαντος
- (μεταφορικά) που κυμαίνεται πολύ, που μεταβάλλεται συχνά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυκύμαντος
|