κυματομορφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυματομορφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική waveform[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ma.to.moɾˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐μα‐το‐μορ‐φή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυματομορφή θηλυκό
- γεωμετρικό σχήμα στο οποίο παρουσιάζεται η μεταβολή της ενέργειας ενός κύματος κατά την κίνηση του στον χώρο, μέσω του οποίο προσδιορίζεται
- ※ Κάθε κεραυνός εκπέμπει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία σφαιρικά, δηλαδή προς όλες τις κατευθύνσεις και κάθε εκπομπή (μορφή κυματομορφής) είναι μοναδική. [...] Η διαφορά χρόνου άφιξης της κυματομορφής από κάθε κεραυνό σε κάθε ανιχνευτή μάς επιτρέπει να υπολογίσουμε την απόσταση των κεραυνών και με μεγάλη ακρίβεια το σημείο πτώσης τους. (Δέκα ερωτήσεις και απαντήσεις για τους κεραυνούς, Η Καθημερινή, 19 Απριλίου 2019)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυματομορφή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)