Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήκος κύματος < → δείτε τις λέξεις μήκος και κύμα στη γενική ενικού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μήκος κύματος ουδέτερο

  1. (φυσική) η σταθερή απόσταση ανάμεσα σε δύο κορυφές ή κοιλίες ενός κύματος
  2. η συχνότητα εκπομπής των ραδιοφωνικών σταθμών
  3. (μεταφορικά) η ποιότητα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους
    βρισκόμαστε το ίδιο μήκος κύματος, παρά τις δυσκολίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία