ενικός         πληθυντικός  
symphony symphonies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

symphony (en)

  1. (μουσική) η συμφωνία
    ⮡  The symphony orchestra doesn’t have guitars.
    Η συμφωνική ορχήστρα δεν έχει κιθάρες.
  2. αρμονία, ταίριασμα