άμπικας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμπικας | οι | άμπικες |
γενική | του | άμπικα | των | αμπίκων |
αιτιατική | τον | άμπικα | τους | άμπικες |
κλητική | άμπικα | άμπικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άμπικας < άμβικας <αρχαία ελληνική ἄμβιξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
άμπικας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
άμπικας
|