λαμπικάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπικάρω < βενετική lambicar < μεσαιωνική λατινική alembicum < αραβική الإِنْبِيق (al-ʾinbīq: δοχείο απόσταξης) < الأَنْبِيق (al-ʾanbīq) < αρχαία ελληνική ἄμβιξ (αντιδάνειο)
Ρήμα
επεξεργασίαλαμπικάρω
- καθαρίζω κάτι, το κάνω διαυγές
- ※ Δεν κάπνιζε αλλά συμπτωματικά χτες το βράδυ αγόρασε ένα πακέτο, γιατί είχε ακουστά ότι το τσιγάρο σε ηρεμεί και σου λαμπικάρει το μυαλό. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου [διήγημα])
- γίνομαι καθαρός, διαυγής
- διευκρινίζω