↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπικάρισμα τα λαμπικαρίσματα
      γενική του λαμπικαρίσματος των λαμπικαρισμάτων
    αιτιατική το λαμπικάρισμα τα λαμπικαρίσματα
     κλητική λαμπικάρισμα λαμπικαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπικάρισμα < (λαμπικάρω), λαμπικαρισ- + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lam.biˈka.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπι‐κά‐ρι‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμπικάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία