Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαμπυρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λαμπυρίζω[1] < λαμπυρίς

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /lam.biˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπυ‐ρί‐ζω

  ΡήμαΕπεξεργασία

λαμπυρίζω, αόρ.: λαμπύρισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λάμπω

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαμπυρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λαμπυρίζω < λαμπυρίς

  ΡήμαΕπεξεργασία

λαμπυρίζω

  1. φέγγω, φωτίζω
  2. ακτινοβολώ, λάμπω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαμπυρίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc + -ίζω

  ΡήμαΕπεξεργασία

λαμπυρίζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λάμπω

  ΠηγέςΕπεξεργασία