λαμπυρίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμπυρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λαμπυρίζω[1] < λαμπυρίς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lam.biˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπυ‐ρί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
λαμπυρίζω, αόρ.: λαμπύρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- εκπέμπω λάμψεις
- ※ Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει / στην ψηλή σου κορυφή, / είν' ο φάρος που φωτίζει / μιαν ελπίδα μας κρυφή. (Ιωάννης Πολέμης, Η σημαία)
- ≈ συνώνυμα: τρεμοφέγγω
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη λάμπω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαμπυρίζω | λαμπύριζα | θα λαμπυρίζω | να λαμπυρίζω | λαμπυρίζοντας | |
β' ενικ. | λαμπυρίζεις | λαμπύριζες | θα λαμπυρίζεις | να λαμπυρίζεις | λαμπύριζε | |
γ' ενικ. | λαμπυρίζει | λαμπύριζε | θα λαμπυρίζει | να λαμπυρίζει | ||
α' πληθ. | λαμπυρίζουμε | λαμπυρίζαμε | θα λαμπυρίζουμε | να λαμπυρίζουμε | ||
β' πληθ. | λαμπυρίζετε | λαμπυρίζατε | θα λαμπυρίζετε | να λαμπυρίζετε | λαμπυρίζετε | |
γ' πληθ. | λαμπυρίζουν(ε) | λαμπύριζαν λαμπυρίζαν(ε) |
θα λαμπυρίζουν(ε) | να λαμπυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαμπύρισα | θα λαμπυρίσω | να λαμπυρίσω | λαμπυρίσει | ||
β' ενικ. | λαμπύρισες | θα λαμπυρίσεις | να λαμπυρίσεις | λαμπύρισε | ||
γ' ενικ. | λαμπύρισε | θα λαμπυρίσει | να λαμπυρίσει | |||
α' πληθ. | λαμπυρίσαμε | θα λαμπυρίσουμε | να λαμπυρίσουμε | |||
β' πληθ. | λαμπυρίσατε | θα λαμπυρίσετε | να λαμπυρίσετε | λαμπυρίστε | ||
γ' πληθ. | λαμπύρισαν λαμπυρίσαν(ε) |
θα λαμπυρίσουν(ε) | να λαμπυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαμπυρίσει | είχα λαμπυρίσει | θα έχω λαμπυρίσει | να έχω λαμπυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαμπυρίσει | είχες λαμπυρίσει | θα έχεις λαμπυρίσει | να έχεις λαμπυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαμπυρίσει | είχε λαμπυρίσει | θα έχει λαμπυρίσει | να έχει λαμπυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαμπυρίσει | είχαμε λαμπυρίσει | θα έχουμε λαμπυρίσει | να έχουμε λαμπυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαμπυρίσει | είχατε λαμπυρίσει | θα έχετε λαμπυρίσει | να έχετε λαμπυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαμπυρίσει | είχαν λαμπυρίσει | θα έχουν λαμπυρίσει | να έχουν λαμπυρίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λαμπυρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμπυρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λαμπυρίζω < λαμπυρίς
Ρήμα επεξεργασία
λαμπυρίζω
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λαμπυρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμπυρίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc + -ίζω
Ρήμα επεξεργασία
λαμπυρίζω
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη λάμπω
Πηγές επεξεργασία
- λαμπυρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.