λαμπυρίδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λαμπυρίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαμπυρίδα (με διαφορετική σημασία) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαμπυρίς από την αιτιατική «τὴν λαμπυρίδα» → δείτε τη λέξη λάμπω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /lam.biˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπυ‐ρί‐δα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λαμπυρίδα θηλυκό
- (έντομο) η πυγολαμπίδα, η κωλοφωτιά
- ※ αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον παπα-Γεράσιμον, ότι οι φωτιές των κανδηλιών πρέπει να είναι μικρές, τόσες δα, σαν λαμπυρίδες
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τ' αγνάντεμα
- ※ αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον παπα-Γεράσιμον, ότι οι φωτιές των κανδηλιών πρέπει να είναι μικρές, τόσες δα, σαν λαμπυρίδες
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη λάμπω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λαμπυρίδα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λαμπυρίδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαμπυρίς από την αιτιατική «τὴν λαμπυρίδα» → δείτε τη λέξη λάμπω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: λαμπυρίδα (με διαφορετική σημασία)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λαμπυρίδα θηλυκό
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη λάμπω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- λαμπυρίδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
λαμπυρίδα θηλυκό