Δηλαδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δηλαδή < γενική ενικού του αρσενικού Δηλαδής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.laˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δη‐λα‐δή
- ομόηχο: δηλαδή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔηλαδή θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔηλαδή αρσενικό